- Τιμαρέτη
- Τιμαρέτηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τιμαρέτη — Αρχαία Ελληνίδα ζωγράφος, που άκμασε γύρω στο 450 π.Χ. Άλλοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι έζησε τον 3o αι. π.Χ. Φιλοτέχνησε πίνακες αρχαϊκού ρυθμού … Dictionary of Greek
Τιμαρέτα — Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc/acc dual Τιμαρέτᾱ , Τιμαρέτη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και … Dictionary of Greek
Τιμαρέταν — Τιμαρέτᾱν , Τιμαρέτη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)